Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. bouffi (bouffie) [bufi] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
bouffi → bouffir
II. bouffi (bouffie) [bufi] ΕΠΊΘ
1. bouffi (physiquement):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.