bonshommes
bonshommes → bonhomme
I. bonhomme <πλ bonhommes, bonshommes> [bɔnɔm, bɔ̃zɔm] ΕΠΊΘ
II. bonhomme <πλ bonhommes, bonshommes> [bɔnɔm, bɔ̃zɔm] ΟΥΣ οικ αρσ
III. bonhomme <πλ bonhommes, bonshommes> [bɔnɔm, bɔ̃zɔm]
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.