στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. incommunicado [βρετ ˌɪnkəmjuːnɪˈkɑːdəʊ, αμερικ ˌɪnkəˌmjunəˈkɑdoʊ] ΕΠΊΘ
- incommunicado (involuntarily)
-
II. incommunicado [βρετ ˌɪnkəmjuːnɪˈkɑːdəʊ, αμερικ ˌɪnkəˌmjunəˈkɑdoʊ] ΕΠΊΡΡ
incommunicado held, detained:
- incommunicado
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.