 
  
 incommensurable [βρετ ˌɪnkəˈmɛnʃ(ə)rəb(ə)l, ˌɪnkəˈmɛnsjərəb(ə)l, αμερικ ˌɪnkəˈmɛns(ə)rəb(ə)l, ˌɪnkəˈmɛn(t)ʃ(ə)rəb(ə)l] ΕΠΊΘ
-  incommensurable
-  incommensurabile (with con)
 
  
 -  
-  incommensurable also ΜΑΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
