στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
incommensurate [βρετ ˌɪnkəˈmɛnʃ(ə)rət, ˌɪnkəˈmɛnsjərət, αμερικ ˌɪnkəˈmɛns(ə)rət, ˌɪnkəˈmɛnʃ(ə)rət] ΕΠΊΘ
1. incommensurate:
- to be incommensurate with (inadequate)
-
2. incommensurate (incommensurable):
- incommensurate
-
στο λεξικό PONS
incommensurate [ˌɪn·kə·ˈmen·sɚ·ət] ΕΠΊΘ
- incommensurate
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.