στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
acceleration [βρετ əksɛləˈreɪʃ(ə)n, αμερικ ækˌsɛləˈreɪʃ(ə)n] ΟΥΣ (all contexts)
- acceleration
- accelerazione θηλ
- acceleration time ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ
-
- violent acceleration, braking
-
στο λεξικό PONS
acceleration [ək·ˌse·lə·ˈreɪ·ʃən] ΟΥΣ
- acceleration
- accelerazione θηλ
-
- acceleration
-
- acceleration
-
- acceleration
-
- acceleration
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- acajou
- acanthus
- acari
- acarpous
- acarus
- acceleration
- accelerative
- accelerator
- accent
- accented
- accentual