στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
Ascension Island [αμερικ əˌsɛn(t)ʃ(ə)n ˈaɪlənd]
island [βρετ ˈʌɪlənd, αμερικ ˈaɪlənd] ΟΥΣ
1. island:
traffic island [βρετ, αμερικ ˈtræfɪk ˈaɪlənd] ΟΥΣ
Ascension [βρετ əˈsɛnʃ(ə)n, αμερικ əˈsɛn(t)ʃ(ə)n] ΟΥΣ ΘΡΗΣΚ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- ascarid
- ascend
- ascendancy
- ascendant
- ascendency
- Ascension Island
- ascent
- ascertain
- ascertainable
- ascertainment
- ascesis