Oxford Spanish Dictionary
youth <pl youths [juːðz]> [αμερικ juθ, βρετ juːθ] ΟΥΣ
1.1. youth U (early life):
2. youth (young people):
youth hosteling, youth hostelling βρετ ΟΥΣ
youth hosteler, youth hosteller βρετ ΟΥΣ
-
- alberguista αρσ θηλ
youth worker ΟΥΣ
I. youth hostel [αμερικ ˈjuθ ˌhɑstl, βρετ] ΟΥΣ
II. youth-hostel ΡΉΜΑ αμετάβ
youth-hostel <youth-hosteling youth-hosteled αμερικ youth-hostelling youth-hostelled βρετ >:
στο λεξικό PONS
youth [ju:θ] ΟΥΣ
1. youth χωρίς πλ (period when young):
youth unemployment ΟΥΣ
youth [juθ] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.