Oxford Spanish Dictionary
youth hosteling, youth hostelling βρετ ΟΥΣ
- youth hosteling
-
youth hosteler, youth hosteller βρετ ΟΥΣ
- youth hosteler
- alberguista αρσ θηλ
youth worker ΟΥΣ
- youth worker
-
youth work ΟΥΣ
- youth work
-
στο λεξικό PONS
youth [ju:θ] ΟΥΣ
1. youth χωρίς πλ (period when young):
2. youth (young man):
- youth
- joven αρσ
youth unemployment ΟΥΣ
- youth unemployment
-
youth [juθ] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.