Oxford Spanish Dictionary
vital statistics ΟΥΣ ουσ πλ
1. vital statistics (in demography):
2. vital statistics (of a woman):
-
- medidas θηλ πλ
statistics [αμερικ stəˈtɪstɪks, βρετ stəˈtɪstɪks] ΟΥΣ + ενικ ρήμα
vital [αμερικ ˈvaɪdl, βρετ ˈvʌɪt(ə)l] ΕΠΊΘ
1.1. vital (essential):
1.2. vital (crucial, decisive):
στο λεξικό PONS
vital [ˈvaɪtəl, αμερικ -t̬əl] ΕΠΊΘ
statistics [stəˈtɪstɪks] ΟΥΣ
1. statistics + ενικ ρήμα (science):
2. statistics πλ (data):
vital [ˈvaɪ·t̬əl] ΕΠΊΘ
statistics [stə·ˈtɪs·tɪks] ΟΥΣ
1. statistics (science):
2. statistics πλ (data):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- vista
- visual
- visual impairment
- visualize
- visually
- vital statistics
- vitamin
- vitamin A
- vitamin deficiency
- vitaminise
- vitaminize