Oxford Spanish Dictionary
unconcerned [αμερικ ˌənkənˈsərnd, βρετ ʌnkənˈsəːnd] ΕΠΊΘ
- unconcerned
-
στο λεξικό PONS
unconcerned [ˌʌnkənˈsɜ:nd, αμερικ -ˈsɜ:rnd] ΕΠΊΘ
1. unconcerned (not worried):
- unconcerned
-
2. unconcerned (indifferent):
- unconcerned
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.