Oxford Spanish Dictionary
penal [αμερικ ˈpin(ə)l, βρετ ˈpiːn(ə)l] ΕΠΊΘ
offense, offence βρετ [αμερικ əˈfɛns, βρετ əˈfɛns] ΟΥΣ
1. offense C:
2.1. offense (cause of outrage):
2.2. offense U (resentment, displeasure):
3.1. offense αμερικ U (attack):
στο λεξικό PONS
offense [əˈfens] ΟΥΣ αμερικ
offense → offence
offence [əˈfents] ΟΥΣ
offense [ə·ˈfens] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- pelt
- pelvic
- pelvis
- pen
- penal
- penal offense
- penal servitude
- penalty
- penalty area
- penalty box
- penalty circle