Oxford Spanish Dictionary
liaison [αμερικ ˈliəˌzɑn, liˈeɪzɑn, βρετ lɪˈeɪz(ə)n, lɪˈeɪzɒn] ΟΥΣ
1.1. liaison U (coordination):
στο λεξικό PONS
liaison [liˈeɪzn, αμερικ ˈli:əzɑ:n] ΟΥΣ
1. liaison χωρίς πλ a. ΓΛΩΣΣ:
- liaison (coordination)
- coordinación θηλ
2. liaison αμερικ (sb who connects groups):
- liaison
- enlace αρσ θηλ
3. liaison (sexual affair):
- liaison
- aventura θηλ
liaison [ˈli·eɪ·zan] ΟΥΣ
1. liaison a. ΓΛΩΣΣ:
- liaison (coordination)
- coordinación θηλ
3. liaison (sexual affair):
- liaison
- aventura θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.