Oxford Spanish Dictionary
officer [αμερικ ˈɔfəsər, ˈɑfəsər, βρετ ˈɒfɪsə] ΟΥΣ
1. officer:
2. officer:
3. officer (official):
liaison [αμερικ ˈliəˌzɑn, liˈeɪzɑn, βρετ lɪˈeɪz(ə)n, lɪˈeɪzɒn] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
officer [ˈɒfɪsəʳ, αμερικ ˈɑ:fɪsɚ] ΟΥΣ
3. officer:
4. officer (official):
liaison [liˈeɪzn, αμερικ ˈli:əzɑ:n] ΟΥΣ
1. liaison χωρίς πλ a. ΓΛΩΣΣ:
-
- coordinación θηλ
officer [ˈɔ·fɪ·sər] ΟΥΣ
3. officer:
4. officer (official):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.