LGBT ΕΠΊΘ
LGBT → lesbian, gay, bisexual, and transgendered
-  LGBT
-  LGBT
I. gay [αμερικ ɡeɪ, βρετ ɡeɪ] ΕΠΊΘ
II. gay [αμερικ ɡeɪ, βρετ ɡeɪ] ΟΥΣ
-  
-  homosexual αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
