Oxford Spanish Dictionary
eminence [αμερικ ˈɛmənəns, βρετ ˈɛmɪnəns] ΟΥΣ
I. gray, grey βρετ [αμερικ ɡreɪ, βρετ ɡreɪ] ΕΠΊΘ <grayer grayest>
1.1. gray:
1.2. gray beard:
στο λεξικό PONS
gray [greɪ] ΕΠΊΘ αμερικ
gray → grey
I. grey [greɪ] ΟΥΣ χωρίς πλ
II. grey [greɪ] ΕΠΊΘ
I. gray [greɪ] ΕΠΊΘ
4. gray (grey-haired):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- gravity
- gravity bomb
- gravity feed
- gravure
- gravy
- gray eminence
- gray-faced
- gray-haired
- graying
- grayish
- grayling