Oxford Spanish Dictionary
dodgy <dodgier, dodgiest> [αμερικ ˈdɑdʒi, βρετ ˈdɒdʒi] ΕΠΊΘ βρετ οικ
1. dodgy (unreliable, dubious):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.