Oxford Spanish Dictionary
decisive [αμερικ dəˈsaɪsɪv, βρετ dɪˈsʌɪsɪv] ΕΠΊΘ
1. decisive (conclusive):
- decisive battle/influence/factor
-
- decisive victory
-
στο λεξικό PONS
decisive [dɪˈsaɪsɪv] ΕΠΊΘ
- decisive manner
- categórico, -a
decisive [dɪ·ˈsaɪ·sɪv] ΕΠΊΘ
2. decisive (resolute):
- decisive manner
- categórico, -a
3. decisive (beyond doubt):
- decisive victory, defeat
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.