Oxford Spanish Dictionary
 
 blissful [αμερικ ˈblɪsfəl, βρετ ˈblɪsfʊl, ˈblɪsf(ə)l] ΕΠΊΘ
blissful smile:
 
 στο λεξικό PONS
blissful [ˈblɪsfəl] ΕΠΊΘ
1. blissful (happy):
-  blissful childhood
 -  
 
2. blissful (enjoyable):
-  blissful holiday
 -  maravilloso, -a
 
blissful [ˈblɪs·fəl] ΕΠΊΘ
1. blissful (happy):
-  blissful childhood
 -  
 
2. blissful (enjoyable):
-  blissful holiday
 -  maravilloso, -a
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.