Oxford Spanish Dictionary
austerity [αμερικ ɔˈstɛrədi, βρετ ɒˈstɛrɪti, ɔːˈstɛrɪti] ΟΥΣ
1. austerity U:
2. austerity U (economy, cutting back):
στο λεξικό PONS
austerity <-ies> [ɔ:ˈsterəti, αμερικ ɑ:ˈsterət̬i] ΟΥΣ
- austerity
- austeridad θηλ
- austerity programme ΟΙΚΟΝ
-
-
- austerity
-
- in austerity
austerity <-ies> [ɔ·ˈster·ə·t̬i] ΟΥΣ
- austerity
- austeridad θηλ
- austerity program ΟΙΚΟΝ
-
-
- austerity
-
- in austerity
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- austerity programme ΟΙΚΟΝ