Oxford Spanish Dictionary
I. affirmative [αμερικ əˈfərmədɪv, βρετ əˈfəːmətɪv] ΕΠΊΘ
- affirmative
-
- affirmative ΓΛΩΣΣ
-
affirmative action
affirmative action ΟΥΣ U αμερικ:
- affirmative action
-
στο λεξικό PONS
I. affirmative [əˈfɜ:mətɪv, αμερικ -ˈfɜ:rmət̬ɪv] ΕΠΊΘ
- affirmative
- afirmativo, -a
- afirmativo (-a)
- affirmative
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.