στο λεξικό PONS
as·sur·er ΟΥΣ βρετ ΟΙΚΟΝ
in·sur·er [ɪnˈʃʊərəʳ, αμερικ -ˈʃʊrɚ] ΟΥΣ
1. insurer (agent):
2. insurer esp in pl (company):
ˈlife in·sur·er ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈpan scour·er ΟΥΣ esp βρετ
-
- Topfkratzer αρσ
scour·er [ˈskaʊərəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
-
- Topfkratzer αρσ
I. ama·teur [ˈæmətəʳ, αμερικ -mətʃɚ] ΟΥΣ
II. ama·teur [ˈæmətəʳ, αμερικ -mətʃɚ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
auteur [əʊˈtɜ:, αμερικ oʊˈtɜ:r] ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
life insurer ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
insurer ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
Eurex ΟΥΣ
Eurex συντομογραφία: European Exchange Organization ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Eurex θηλ
primary insurer ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
animal insurer ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
direct insurer ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.