στο λεξικό PONS
Ver·si·che·rungs·trä·ger(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Versicherungsträger(in) ΝΟΜ
-
- Versicherungsträger(in) (Lebensversicherung)
-
-
- Versicherungsträger(in) αρσ (θηλ) <-s, -; -, -nen>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.