στο λεξικό PONS
I. ten·or1 [ˈtenəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. tenor ΜΟΥΣ:
- tenor
- Tenor αρσ <-s, Tenöre>
2. tenor ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- tenor
-
II. ten·or1 [ˈtenəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ modifier
tenor (saxophone, tuba, trombone, violin):
- tenor
- Tenor-
ten·or2 [ˈtenəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ no pl
1. tenor τυπικ:
2. tenor (settled nature):
- tenor of life
-
- tenor of life
-
3. tenor ΟΙΚΟΝ:
- tenor
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
tenor ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- tenor
- Laufzeit θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.