στο λεξικό PONS
I. spe·cial·ist [ˈspeʃəlɪst] ΟΥΣ
1. specialist (expert):
2. specialist (doctor):
3. specialist αμερικ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
II. spe·cial·ist [ˈspeʃəlɪst] ΕΠΊΘ προσδιορ
specialist (bookshop, lawyer, shop):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
specialist advisor ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
specialist ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
specialist ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-
- Fachkraft θηλ
-
- Spezialist αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.