στο λεξικό PONS
Spe·zi·a·list(in) <-en, -en> [ʃpetsi̯aˈlɪst] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Spezialist(in)
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Spezialist ΟΥΣ αρσ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Spezialist
-
-
- Spezialist αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.