στο λεξικό PONS
re·mu·nera·tion [rɪˌmju:nərˈeɪʃən, αμερικ -nəˈreɪ-] ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
1. remuneration τυπικ (action):
2. remuneration (money):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
remuneration norm ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
remuneration ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-  
-  Vergütung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- removal firm
- removalist
- removal van
- remove
- removed
- remuneration norm
- remunerative
- renaissance
- Renaissance Man
- renal
- renal artery
