στο λεξικό PONS
ram·pant [ˈræmpənt] ΕΠΊΘ
1. rampant (unrestrained):
3. rampant αμετάβλ, after ουσ (rearing):
in·fla·tion [ɪnˈfleɪʃən] ΟΥΣ no pl
rampant ΕΠΊΘ
inflation ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
rampant inflation ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
inflation ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ram extrusion
- ramification
- ramify
- ram in
- ramjet
- rampant inflation
- rampart
- ramp metering
- ramp up
- ram-raid
- ram-raider