στο λεξικό PONS
prod·uc·ˈtiv·ity in·cen·tive ΟΥΣ
I. in·cen·tive [ɪnˈsentɪv, αμερικ -t̬ɪv] ΟΥΣ (motivation)
II. in·cen·tive [ɪnˈsentɪv, αμερικ -t̬ɪv] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
prod·uc·tiv·ity [ˌprɒdʌkˈtɪvəti, αμερικ ˌproʊdʌkˈtɪvət̬i] ΟΥΣ no pl
1. productivity (output):
2. productivity (effectiveness):
3. productivity (profitability):
4. productivity ΟΙΚΟΝ (rate of return of capital):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
productivity ΟΥΣ CTRL
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.