στο λεξικό PONS
pri·meval [ˌpraɪˈmi:vəl] ΕΠΊΘ
pri·mae·val ΕΠΊΘ esp βρετ
primaeval → primeval
pri·meval [ˌpraɪˈmi:vəl] ΕΠΊΘ
I. for·est [ˈfɒrɪst, αμερικ ˈfɔ:rɪst] ΟΥΣ
2. forest no pl (woods):
3. forest usu ενικ (cluster):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.