pre·scrip·tive [prɪˈskrɪptɪv] ΕΠΊΘ μειωτ τυπικ
- prescriptive
- normativ τυπικ
- prescriptive guidelines
-
- prescriptive guidelines ΓΛΩΣΣ
- präskriptiv ειδικ ορολ
prescriptive ΕΠΊΘ
- prescriptive (quality) απαρχ
-
pre·scrip·tive ˈgram·mar ΟΥΣ no pl ΓΛΩΣΣ
- prescriptive grammar
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- prescriptive guidelines
- prescriptive guidelines ΓΛΩΣΣ
- präskriptiv ειδικ ορολ