στο λεξικό PONS
per·form·er [pəˈfɔ:məʳ, αμερικ pɚˈfɔ:rmɚ] ΟΥΣ
1. performer:
- performer (actor)
-
2. performer (achiever):
- stellar performer
-
- adept performer
-
- Bühnendarsteller(in)
- performer
-
- performer
-
- street performer
- Artist(in)
- performer
- Zirkusartist(in)
- circus performer
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
performer ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- performer (Unternehmen, das einen großen Marktanteil hat)
- Umsatzträger αρσ
-
- performer
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.