στο λεξικό PONS
non-ˈvot·ing ΕΠΊΘ αμετάβλ
ˈvot·ing shares ΟΥΣ πλ ΟΙΚΟΝ
stimm·rechts·los ΕΠΊΘ αμετάβλ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Stimm·recht <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
non-voting preference stock ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.