στο λεξικό PONS
I. ˈna·tion·wide ΕΠΊΡΡ
II. ˈna·tion·wide ΕΠΊΘ αμετάβλ
nationwide coverage, strike, campaign:
- nationwide
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- nationwide
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.