στο λεξικό PONS
in·ci·dence [ˈɪn(t)sɪdən(t)s] ΟΥΣ
1. incidence (occurrence):
2. incidence ΟΙΚΟΝ:
-
- Zollbelastung θηλ
ˈin·ci·dence an·gle ΟΥΣ ΦΥΣ
- incidence angle
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
tax incidence ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
- tax incidence
- Steuerverteilung θηλ
incidence of customs duties ΟΥΣ handel
-
- Zollbelastung θηλ
incidence of loss ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.