con·tem·pla·tive [kənˈtemplətɪv, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ
1. contemplative (reflective):
- contemplative mood
-
2. contemplative ΘΡΗΣΚ:
-
- contemplative
-
- contemplative
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.