στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. contemplative [βρετ kənˈtɛmplətɪv, αμερικ kənˈtɛmplədɪv] ΕΠΊΘ
- contemplative
-
- contemplative ΘΡΗΣΚ life, vocation, order
-
II. contemplative [βρετ kənˈtɛmplətɪv, αμερικ kənˈtɛmplədɪv] ΟΥΣ
- contemplative
-
-
- contemplative
-
- contemplative
-
- contemplative
-
- contemplative
στο λεξικό PONS
contemplative [kən·ˈtem·plə·tɪv] ΕΠΊΘ
- contemplative
-
- contemplativo (-a)
- contemplative
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.