στο λεξικό PONS
below-the-ˈline ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ ΕΜΠΌΡ, ΟΙΚΟΝ
Auf·wen·dung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Aufwendung kein πλ (das Aufwenden):
-
- spending no πλ, no αόρ άρθ
- Aufwendung von Energie, Zeit
- expending no πλ, no αόρ άρθ
2. Aufwendung πλ (Ausgaben):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.