στο λεξικό PONS
at·tri·tion [əˈtrɪʃən] ΟΥΣ no pl
1. attrition (wearing down):
- attrition
-
- attrition
-
- attrition
-
2. attrition (gradual weakening):
- attrition
-
-
- Zermürbungskrieg αρσ
3. attrition αμερικ, αυστραλ (personnel reduction):
4. attrition ΘΡΗΣΚ (false contrition):
- attrition
- Attrition θηλ ειδικ ορολ
- attrition
-
natu·ral at·ˈtri·tion ΟΥΣ αμερικ, αυστραλ
- natural attrition
-
attrition rate ΟΥΣ
-
- Schwundquote θηλ
- Verschleiß αρσ
- attrition
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
attrition effect ΔΗΜΟΣΚ
- attrition effect
-
- Attritioneffekt ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ
- attrition effect
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- Zermürbungskrieg αρσ