Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
lecturer [βρετ ˈlɛktʃ(ə)rə, αμερικ ˈlɛk(t)ʃərər] ΟΥΣ
senior lecturer ΟΥΣ βρετ ΠΑΝΕΠ
- senior lecturer
-
- informative speaker, guide, lecturer
-
-
- lecturer
στο λεξικό PONS
lecturer ΟΥΣ
1. lecturer (person giving talks):
- lecturer
-
university lecturer ΟΥΣ
- university lecturer
-
lecturer ΟΥΣ
1. lecturer (person giving talks):
- lecturer
-
- conférencier (-ière)
- lecturer
-
- lecturer
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.