lectureship [βρετ ˈlɛktʃəʃɪp, αμερικ ˈlɛk(t)ʃərˌʃɪp] ΟΥΣ βρετ ΠΑΝΕΠ
- lectureship
-
- a lectureship in linguistics
-
- maîtrise de conférences ΠΑΝΕΠ
- ≈ senior lectureship βρετ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.