levati στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για levati στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

1. levare (elevare):

levare la voce μτφ

2. levare (togliere):

levare l'ancora ΝΑΥΣ
levare le tende μτφ
levare il pane di bocca a qn μτφ

1. levarsi (alzarsi):

levati di mezzo or dai piedi!
-rsi dalle palle οικ , dai coglioni χυδ, αργκ
to fuck off or sod off or jerk off χυδ, αργκ

Μεταφράσεις για levati στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
levare αρσ

levati στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για levati στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

II.levare [le·ˈva:·re] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα levarsi

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
levare le -e μτφ

Μεταφράσεις για levati στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
tempo αρσ in levare
go to hell! οικ (leave me alone)
levati di torno!

levati Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

levati di mezzo [o dai piedi]!
levare le -e μτφ
tempo αρσ in levare

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Ιταλικά
Essi brulicano in atteggiamenti giocosi nella metà inferiore, mentre alcuni si sono levati in volo per cogliere i frutti, delle pesche, dagli alberi.
it.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski