Γερμανικά » Ελληνικά

Blatt <-(e)s, Blätter> [blat, pl: ˈblɛtɐ] SUBST ουδ

2. Blatt (Sägeblatt):

λάμα θηλ

I . blättern [ˈblɛtɐn] VERB αμετάβ (in einem Buch)

Παραδειγματικές φράσεις με Blätter

lose Blätter

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский