Ελληνικά » Γερμανικά

λάμα1 [ˈlama] SUBST θηλ

1. λάμα (ξυριστική):

λάμα
Rasierklinge θηλ

2. λάμα (πριονιού):

λάμα
Sägeblatt ουδ
λάμα
Blatt ουδ

3. λάμα (μπαστουνιού του χόκεϊ):

λάμα
Blatt ουδ

4. λάμα (παγοπέδιλου):

λάμα
Kufe θηλ
λάμα χορού
Eistanzkufe θηλ

λάμα2 [ˈlama] SUBST ουδ αμετάβλ ΖΩΟΛ

λάμα
Lama ουδ

λάμα3 [ˈlama] SUBST αρσ αμετάβλ ΘΡΗΣΚ

λάμα
Lama αρσ

Δαλάι Λάμα [ðaˈlai ˈlama] SUBST αρσ αμετάβλ

Παραδειγματικές φράσεις με λάμα

λάμα θηλ πριονιού
Sägeblatt ουδ
λάμα χορού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский