Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεφυλλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεφυλλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksɛfiˈlizɔ] VERB μεταβ

1. ξεφυλλίζω (φυτό):

ξεφυλλίζω

2. ξεφυλλίζω (βιβλίο):

ξεφυλλίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский