Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεφωνίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεφωνί|ζω <-σα> [ksɛfɔˈnizɔ], ξεφων|ώ [ksɛfɔˈnɔ] <-είς, -ησα> VERB αμετάβ

1. ξεφωνίζω (φωνάζω):

ξεφωνίζω

2. ξεφωνίζω (φωνάζω ξαφνικά):

ξεφωνίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский