Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεφυτρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεφυτρώ|νω <-σα> [ksɛfiˈtrɔnɔ] VERB μεταβ

1. ξεφυτρώνω (βλασταίνω):

ξεφυτρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский