Ελληνικά » Γερμανικά

φύλλο [ˈfilɔ] SUBST ουδ

1. φύλλο ΒΟΤ (χάρτινο):

φύλλο
Blatt ουδ
τρέμω σαν το φύλλο
φύλλα ουδ πλ ζύμης
Blätterteig αρσ ενικ
φύλλο σφολιάτας
Blätterteig αρσ
φύλλα ουδ πλ ακάνθης ΑΡΧΙΤ
Akanthus αρσ ενικ
φύλλο δάφνης
Lorbeerblatt ουδ
εμβρυϊκό φύλλο ΒΟΤ
Blattanlage θηλ
εμβρυϊκό φύλλο ΒΟΤ
φύλλο του Descartes ΜΑΘ

2. φύλλο (πόρτας):

φύλλο
Flügel αρσ

ιδιωτισμοί:

λογιστικό φύλλο Η/Υ

Παραδειγματικές φράσεις με φύλλο

φύλλο ουδ δάφνης
λογιστικό φύλλο Η/Υ
φύλλο δάφνης
εμβρυϊκό φύλλο ΒΟΤ
Trennblatt ουδ
φύλλο του Descartes ΜΑΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский