Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δοκιμασμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δοκιμασμέν|ος <-η, -ο> [ðɔcimazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (μέθοδος, φάρμακο κτλ)

δοκιμασμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский