Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δοκιμαστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δοκιμαστικ|ός <-ή, -ό> [ðɔcimastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. δοκιμαστικός (που αποτελεί εξέταση):

δοκιμαστικός
Test-
Testflug αρσ
Testpilot αρσ

2. δοκιμαστικός (προς πείραμα):

δοκιμαστικός
Versuchs-

Παραδειγματικές φράσεις με δοκιμαστικός

δοκιμαστικός σωλήνας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский